Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Γιορτή ανατροπής και αναγέννησης

Στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση ιεραρχίας και στην κατάργηση καθιερωμένων ορίων, εστιάζεται η φιλοσοφία των αποκριάτικων εθίμων
Απόκριες στη Σκύρο
Απόκριες στη Σκύρο
Από τις λατρευτικές εθιμικές τελετουργίες, που ξεδιπλώνονται στον κύκλο του χρόνου, πιο ανθεκτικές αποδείχτηκαν εκείνες των αγροτικών κοινωνιών, κρατώντας στο βάθος αναλλοίωτο το μαγικοθρησκευτικό τους πυρήνα. Εθιμα, πίσω από τα οποία κρύβονται αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες, ανεξιχνίαστες για το νου του λαϊκού ανθρώπου, αλλά βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και τη συνήθειά του.
Στις γιορτές και ιεροτελεστίες με φανερή παγανιστική αγροτική προέλευση, ανήκει η νεοελληνική αγροτική Αποκριά. Σε μια κρίσιμη καμπή του χρόνου, στο πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη, οι άνθρωποι με αυτές τις προεαρινές τελετουργίες και το ξέφρενο ξέσπασμα χαράς πανηγύριζαν την ετήσια αναγέννηση του κόσμου. Η Αποκριά, όπως περίπου διαμορφώθηκε στους Βυζαντινούς χρόνους, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα παμπάλαιων εθίμων, αποτελώντας, ακόμα και στις μέρες μας, μια γιορτή με ψυχαγωγική, αλλά και κοινωνική διάσταση. Η φιλοσοφία των αμέτρητων αποκριάτικων εθίμων, που συναντάμε στις διάφορες γωνιές της χώρας μας, εστιάζεται στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση αξιών και ιεραρχίας, στην κατάργηση ορίων και καθιερωμένων νόμων.


Αντίσταση σε κοσμική ή υπερκόσμια καταπιεστική εξουσία
Κορυφαία γιορτή χαράς και ανανέωσης για το λαϊκό άνθρωπο, η Αποκριά παρέμεινε η μόνη καθαρά εξωεκκλησιαστική λατρευτική ψυχαγωγική γιορτή, που τυπικοί μόνο δεσμοί τη συνδέουν με το χριστιανικό εορτολόγιο. Οπως αναφέρει η λαογράφος - εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου, «με τη συνειδητοποίηση του παράλογου κάθε κοινωνικής διάκρισης και του αυταπόδεικτου της πανανθρώπινης ισότητας, η ανατροπή προκύπτει σαν φυσικό και εύλογο επακόλουθο». Ανατροπή, που σε επίπεδο «εικόνας» συντελείται «μέσα από τις μεταμφιέσεις και τα δρώμενα, όπου τα άτομα δεν μπορούν να καθοριστούν ούτε από φύλο, ούτε από την ηλικία, ούτε καν από το ζωικό είδος τους: Οι άντρες γίνονται γυναίκες, οι γυναίκες άντρες, οι φτωχοί αρχοντάδες, οι παλαβοί βασιλιάδες, οι γριές λεχώνες, οι άνθρωποι ζώα, οι ιερουργίες φάρσες, μέσα σ' ένα γενικό χαοτικό κλίμα, όπου η τρέλα αντικαθιστά τη σοβαρότητα, η κατάχρηση τη συνήθη λιτότητα, ο αισθησιασμός την εγκράτεια, η ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα τον αυστηρό έλεγχο, η αταξία την τάξη. Με αντίστοιχο τρόπο συντελείται η ανατροπή και σε επίπεδο «λόγου», που είναι «ο κωμικός λόγος, και κυρίως ο λόγος των τραγουδιών, τα οποία απηχούν όλο το σύστημα ιδεών, αξιών και αναπαραστάσεων για το φυσικό κόσμο και την κοινωνία, ιδωμένο όμως με την οπτική του καρναβαλιού, άρα αντεστραμμένο. Στο πλαίσιο του αντεστραμμένου αυτού συστήματος αξιών, νομιμοποιείται η ελευθεροστομία, η βωμολοχία, η παραβίαση των ισχυρών ταμπού, η βεβήλωση της ιερότητας, η διατυμπάνιση της σεξουαλικής επιθυμίας. Τα παράλογα γίνονται λογικά, το ψέμα διαψεύδει την αλήθεια, τα αντίθετα και αντίπαλα συναντιούνται και συμβιβάζονται. Ανθρωποι που δεν είναι αυτό που φαίνονται τραγουδούν τραγούδια που δεν εννοούν αυτό που λένε. Γιατί, μέσα από τον εύθυμο, ανάλαφρο, περιπαικτικό λόγο και τις κωμικές καταστάσεις και μέσα από το παραπλανητικό μπέρδεμα σημαινόντων και σημαινομένων, αναζητούν τον διφορούμενο κώδικα, με τον οποίο θα εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους για τα κακώς κείμενα, θα δηλώσουν την αντίστασή τους σε κάθε κοσμική ή υπερκόσμια καταπιεστική εξουσία».
Δρώμενα και μεταμφιέσεις
Σοχός
Σοχός
Σήμερα, σε μια εποχή όπου τα περισσότερα από τα παραδοσιακά καρναβαλίστικα έθιμά μας έχουν βυθιστεί στη λησμονιά για να αντικατασταθούν από τις κάθε λογής κακόγουστες φιέστες, αξίζει να θυμηθούμε κάποια από αυτά. Από την πληθώρα των εθίμων της Αποκριάς σημειώνουμε:
Στη Νάουσα συνεχίζει να αναβιώνει το έθιμο του «Γιανίτσαρου και της Μπούλας», με βαθιές ρίζες, που ενσωμάτωσε στοιχεία της τοπικής παράδοσης και των ηρωικών αγώνων. Σ' αυτό παίρνουν μέρος μόνο νεαροί άνδρες, ανύπαντροι τα παλαιότερα χρόνια. Ο Γιανίτσαρος, ο περήφανος αυτός φουστανελοφόρος, με τα πολλά ασημικά στο στήθος και στη φουστανέλα, τη μακριά πάλα (σπαθί) και το κέρινο «πρόσωπο» είναι ο πρωταγωνιστής. Κύριο ρόλο έχει η Μπούλα, άνδρας που υποδύεται, χωρίς να τη γελοιοποιεί, τη γυναίκα με φαρδιά φουστάνια και «πρόσωπο» στολισμένο με τούλια και λουλούδια. Τα παιδιά που προπορεύονται του μπουλουκιού αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του δρώμενου. Στο τέλος της πομπής, η μουσική, ο ζουρνάς και το νταούλι.
Στη Μακεδονία, οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας έφεραν το έθιμο του Κωστιανού Καλόγερου («δαίμων» της βλάστησης). Οι ρίζες του ανάγονται σε πανάρχαιες ευετηρικές τελετές, κατά τις οποίες οι άνθρωποι ζητούσαν από τις ανώτερες δυνάμεις να επενεργήσουν στη βλάστηση και να γονιμοποιήσουν τη γη. Οι χωριανοί συναγωνίζονταν ποιος θα τον παραστήσει καλύτερα, όπως και τα άλλα πρόσωπα: Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλόπουλο, Κορίτσα, Ζευγολάτης, Σιδεράς, Ψωμάς, Δαμαλάκια (παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή γονιμοποίηση της γης). Κι όλα αυτά με νταούλια, λύρες κι άλλα όργανα, με νεροκολοκύθες - μάσκες, σατιρικά στιχάκια, χορό και φαγοπότι. Στις μέρες μας, το έθιμο υπενθυμίζει και υπογραμμίζει την εξάρτηση του ανθρώπου από τη φύση. Αναβιώνει από μια ομάδα μεταμφιεσμένων με επικεφαλής τον Καλόγερο, που φορά δέρματα ζώων και μεταμφιέζεται σε ζώο. Επισκέπτονται τα σπίτια του χωριού και ύστερα πηγαίνουν στην πλατεία. Εκεί διεξάγονται διαγωνισμός διελκυστίνδας, εικονικό όργωμα και σπορά. Το δρώμενο ολοκληρώνεται με την εικονική νεκρανάσταση του Καλόγερου. Αλλά και στη Θράκη είχαν θεατρικά δρώμενα με τον Καλόγερο, τον Κούκερο (ή Χούχουτο), τον Σταχτά, τον Κιοκμπέη, τους Πιτεράδες.
Μπούλα
Μπούλα
Στην Κοζάνη από το 1650 καθιερώθηκαν το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων τα Ρογκατζιάρια, που παραλλαγμένα αργότερα γίνονταν το Φλεβάρη. Η Κοζάνη είναι γνωστή για το έθιμο του φανού. Ανάβουν οι φανοί στις γειτονιές και, γύρω - τριγύρω, τραγουδούν και χορεύουν. Η τελετή ξεκινούσε τη μικρή αποκριά. Στις γειτονιές έφτιαχναν το φανό από πέτρες που πάνω τους έκαιγαν ξερόκλαδα και ρίζες από φασκόμηλο. Κάθε γειτονιά προσπαθούσε να έχει τον καλύτερο φανό, γύρω από τον οποίο θα γλεντούσαν. Κεντρικά πρόσωπα στο Φανό ήταν οι τραγουδιστάδες, οι οποίοι, εκτός από δημοτικά, τραγουδούσαν και σατιρικά, αλλά και «πονηρά» τραγούδια. Εθιμο του Φανού είναι και η «χάσκα». Από μια κλωστή έδεναν ένα βραστό αυγό, το γυρνούσαν δυνατά και όλοι προσπαθούσαν να το πιάσουν με το στόμα και να το φάνε.
Στο Σοχό Θεσσαλονίκης, ήταν οι Τράγοι (μεταμφιεσμένοι άντρες). Στη Σύρο, οι άντρες ντυμένοι Ζεϊμπέκ τραγουδούσαν και έπαιζαν λατέρνα στις γειτονιές.
Στην Κεφαλονιά το γαϊτανάκι του Μάσκαρα, με προβάτινες προσωπίδες, κουδούνια και άλλες Μασκαρίες, συνοδευόταν με σκορτσάμπουνο κι άλλα όργανα, με λόντρες κι άλλους χορούς, πειρακτικές παρλάτες και παράσταση (λ.χ., με σκηνές από τον «Ερωτόκριτο», με «υποκριτές» τους κατοίκους των χωριών). Ανάλογη ήταν η Αποκριά σε όλα τα Επτάνησα, οργανωμένη από επιτροπή κατοίκων, με συμποσιαστές όλους τους χωριανούς και κορυφαίο τον ραβδούχο (όπως οι ακόλουθοι του Διονύσου) Ματζαδόρο ή Μπουλούμπαση - αγγελιοφόρο της πομπής των μασκαρεμένων. Η Ζάκυνθος πλούτισε τις Αποκριές με τη μεγάλη, αυτοσχέδια, προφορική παράδοση των τοπικών θεατρικών δρώμενων, των λεγόμενων Ζακυνθινών Ομιλιών. Η πλούσια αποκριάτικη επτανησιακή παράδοση μεταδόθηκε και στους Ελληνες κατοίκους στα θρακικά παράλια της Προποντίδας.
Η Μυτιλήνη είχε τη δική της μεγάλη παράδοση, τις Μουτσούνες, τους κουδουνάτους θιάσους που ελευθεροστομούσαν, αλλά έπαιζαν και σκηνές του «Ερωτόκριτου», της «Θυσίας του Αβραάμ» και άλλων δραμάτων. Και τις τρεις Κυριακές της Αποκριάς, οι Κουδουνάτοι, άνδρες που φορούν ποιμενικά κουδούνια, μεταμορφώνονται σε ζώα και αναβιώνουν την εθιμική παράδοση. Συμβολίζουν ψυχές πεθαμένων, που έχουν τη δύναμη να γονιμοποιούν τη γη και τριγυρίζουν στους δρόμους του χωριού. Οι γεροντότεροι φορούν στους νεότερους κουδούνια, που συχνά ζυγίζουν πάνω από είκοσι κιλά, ενώ έχουν στο κεφάλι τους κομμένες νεροκολοκύθες, διακοσμημένες με φτερά κοκόρου ή γαλοπούλας. Στο λαιμό δένουν λουριά, στα οποία έχουν περάσει χάντρες και μικρά κοχύλια. Στα χέρια κρατούν ένα ξύλο, την κουτσκούδα, το οποίο θεωρείται σύμβολο γονιμότητας. Βάφονται με μουντζούρα και με τον Αρχικουδουνάτο επικεφαλής τριγυρίζουν στο χωριό, πότε χοροπηδώντας και πότε χτυπώντας με δύναμη τις κουτσκούδες στο χώμα και στις πέτρες για να είναι γόνιμη η μάνα γη.
Τύρναβος, Σκύρος, Θήβα...
Την πλέον αθυρόστομη, συμβολική και φαλλική αποκριάτικη τελετή που επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας αποτελεί το Μπουρανί, στον Τύρναβο, που πιθανά αποτελεί την τοπική εκδοχή των αρχαίων βακχικών συμποσίων. Το μπουρανί είναι το φαγητό της Καθαρής Δευτέρας, μια χορτόσουπα χωρίς λάδι, το μαγείρεμα της οποίας συνοδεύεται με άσεμνα πειράγματα και τραγούδια. Κεντρικό σύμβολο του εθίμου είναι ο φαλλός σε διάφορες μορφές, σύμβολο, το οποίο, όπως είπαμε, εκφράζει την ανάγκη επίκλησης των «μαγικών» δυνάμεων της γης για να «γεννήσει». Αρχικά στο έθιμο συμμετείχαν μόνον άνδρες, αλλά σήμερα συμμετέχουν και γυναίκες, ενώ χιλιάδες είναι οι επισκέπτες του Τυρνάβου για να δουν από κοντά την τέλεση του εθίμου.
Τρανή παράδοση ήταν και ο Βλάχικος Γάμος, που ακόμα τελείται στη Θήβα, στην Κορινθία και τον Μαραθώνα Αττικής. Στη σκυριανή Αποκριά κεντρικά πρόσωπα είναι ο Γέρος, η Κορέλα και ο Φράγκος. Ο Γέρος είναι ντυμένος με ολόσωμη, τραγίσια προβιά, φοράει δεκάδες κουδούνια προβάτων και μια μάσκα επίσης από προβιά μικρού γιδιού. Η Κορέλα είναι ένας νέος ντυμένος με γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά και με μάσκα ίδια με του Γέρου, ενώ ο Φράγκος φορά παντελόνι, οποιαδήποτε μάσκα, ένα μεγάλο κουδούνι πίσω στη μέση και κρατά ένα μεγάλο κοχύλι, το οποίο φυσά συνέχεια. Η ετερόκλητη αυτή παρέα γυρνάει στους δρόμους σκορπίζοντας το κέφι και τη χαρά στους περαστικούς και στους νοικοκυραίους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι θεατρικές παραστάσεις και οι απαγγελίες από ερασιτέχνες ηθοποιούς, στις οποίες σατιρίζονται θέματα της επικαιρότητας.
Ο χορός και το τραγούδι της Κοκάλας είχαν ιδιαίτερη παράδοση στην Αττική, στη Θεσσαλία και αλλού. Στη Σίφνο, μεταξύ άλλων πειραγμάτων, λέγανε και τα Ξίκολα τραγούδια. Στη Χίο, οι άντρες χορεύανε την αστεία κινησιολογικά Μόστρα και οι γυναίκες περίμεναν τις Καρκαλούες, τους μεταμφιεσμένους σε γυναίκες άντρες. Στη Μύκονο γυρολόγοι γύφτοι, και όχι μόνο, χόρευαν το γαϊτανάκι, ενώ άλλοι μεταμφιεσμένοι την Καμήλα. Στις Μυκήνες παράσταιναν τον Πεθαμένο, τη νεκρώσιμη ακολουθία και ταφή του, μια οργιαστική παρωδία της αέναης νεκρανάστασης της ζωής.
Οι χοροί της τελευταίας Κυριακής και της Καθαρής Δευτέρας - μέρας μασκαρεμένης επίσης, που άλλο είναι και άλλο δείχνει - είναι «η ολοκληρωτική αποδόμηση της κοινότητας, η ώρα που τα μέλη της, "δαιμονοποιημένα" πίσω από την παραπλανητική μεταμφίεσή τους, γιορτάζουν τη μέθεξή τους στην αιωνιότητα της ζωής και κυρίως την ισότητά τους μπροστά στο θάνατο».
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: